- ασχιδής
- -ές (Α ἀσχιδής, -ές)1. (για φύλλα) μη σχισμένος, άσχιστος2. (για ζώα) ο μη δίχηλος, αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)].
Dictionary of Greek. 2013.